-
1 выиграть
-
2 лотерея
лотерея ж η λοταρία· το λαχείο (тж. билет)* выиграть в \лотереяю κερδίζω το λαχείο* * *жη λοταρία; το λαχείο (тк. билет)вы́играть в лотере́яю — κερδίζω το λαχείο
-
3 выиграть
ρ.σ.1. κερδίζω•выиграть в лотарее мотоцикл κερδίζω μοτοσυκλέττα στο λαχείο•
выиграть в карты пять рублей κερδίζω στα χαρτιά πέντε ρούβλια•
выиграть пари κερδίζω το στοίχημα.
2. ωφελούμαι•население -ло от снижения цен οπλή-θυσμός (λαός) ωφελήθηκε από τις εκπτώσεις.
3. νικώ•выиграть процесс κερδίζω το ‘δικαστήριο•
-сражение κερδίζω τη μάχη•
выиграть время κερδίζω χρόνο.
-
4 выигрыш
-а α.1. κέρδος• λαχείο• λοταρία, λότος, τυχερό παιγνίδι.2. όφελος, ωφέλημα, πλεονέκτημα•какой мне -? τι το όφελος μου;
3. νίκη•добыться -а κερδίζω νίκη.
εκφρ.быть в -е – α) είμαι κερδισμένος•ему достался большой выигрыш – του ‘πέσε μεγάλο λαχείο, β) ωφελούμαι.